- πέδοικος
- μέτοικοςsettler from abroadmasc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέδοικος — ὁ Α (αιολ. και δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ο μέτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ., αντί τού μέτοικος, < πεδά* + οίκος] … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
πεδοικώ — έω, Α [πέδοικος] (αιολ. και δωρ. τ.) μετοικώ … Dictionary of Greek